ἀνδρόσακες
English (LSJ)
-ους, τό, sea-navel, Acetabularia mediterranea, Dsc.3.133.
Spanish (DGE)
-ους, τό
bot. un alga mediterránea Corallina officinalis L., Dsc.3.133, cf. Plin.HN 27.25.
German (Pape)
[Seite 219] ους, τό, Pflanze, Diosc., madrepora acetabulum, L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρόσακες: τό, ὅπερ καὶ πικρὰς ὀνομάζεται, εἶναι πόα «λευκή, λεπτόκαρπος, πικρά, ἄφυλλος, θυλάκιον ἐπὶ τῆς ἔχουσα περιεκτικὸν σπέρματος· γίνεται δὲ ἐν Συρίᾳ ἐν παραθαλασσίοις τόποις» Διοσκ. 140 (150).