λεπτόκαρπος
English (LSJ)
λεπτόκαρπον, with small, delicate fruit, Dsc.3.24.
German (Pape)
[Seite 30] mit dünner, feiner Frucht, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόκαρπος: -ον, ἔχων λεπτὸν καρπόν, Διοσκ. 3. 29.
Greek Monolingual
λεπτόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό καρπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -καρπος (< καρπός), πρβλ. γυμνόκαρπος, πυκνόκαρπος].