σφαιροπαίκτης
English (LSJ)
σφαιροπαίκτου, ὁ, ball-player, juggler, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιροπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, σφαιριστής, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σφαιριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανοπαίκτης.
German (Pape)
ὁ, Ballspieler, Gloss.