σφαιροπαίκτης

Revision as of 09:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

σφαιροπαίκτου, ὁ, ball-player, juggler, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροπαίκτης: -ου, ὁ, ὁ σφαιροπαικτῶν, σφαιριστής, Γλωσσ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 270.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σφαιριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανοπαίκτης.

German (Pape)

ὁ, Ballspieler, Gloss.