νυκτουργός

Revision as of 09:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νυκτουργόν, working by night: τὸ ν. Plu.2.376e.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille la nuit.
Étymologie: νύξ, ἔργον.

German (Pape)

des Nachts arbeitend, Plut. Is. et Os. 63.

Russian (Dvoretsky)

νυκτουργός: работающий ночью: τὸ νυκτουργὸν (τοῦ αἰλούρου) Plut. подвижность кошки в ночное время.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ διὰ νυκτὸς ἐργαζόμενος, Πλούτ. 2. 376Ε.

Greek Monolingual

νυκτουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ουργός (< ἔργον)].