α, ον, (δόρυ) wooden, AP15.14 (Theophanes).
-ον de madera ἕδρη AP 15.14.
[Seite 658] = δούρειος, hölzern, Theophan. ep. (XV, 14).
η, ον :de bois.Étymologie: δόρυ.
δορήιος, -α, -ον (Α)ξύλινος.
δορήϊος: -α, -ον (δόρυ), ξύλινος, σε Ανθ.
δορήϊος: Anth. = δουράτεος.