δούρειος
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
α, ον, = δουράτεος, E.Tr.14, Pl.Tht.184d.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): tb. δούριος
de madera ἵππος epít. del caballo de Troya, E.Tr.14, Ar.Au.1128, Pl.Tht.184d, Arist.Mir.840a30, Plb.12.4b.1, D.H.1.46, AP 11.259 (Lucill.), Plu.Them.5, Aristid.Or.10.8, Fest.82, Ath.610c, Paus.3.13.5, 10.26.2, Q.S.12.110, Porph.Fr.394.10, del caballo de bronce erigido en la acrópolis de Atenas, Paus.1.23.8, Hsch.β 229, Sch.Ar.Au.1128a, cf. dud. en Trag.Adesp.671.23; βοῦς fabricada por Dédalo para Pasífae, Ph.2.307.
• Diccionario Micénico: do-we-jo.
German (Pape)
[Seite 663] = δουράτεος; ἵππος Eur. Tr. 14; von demselben troischen Pferde Ath. XIV, 610 c; vgl. Plat. Theaet. 184 d.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de bois.
Étymologie: δόρυ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM δούρειος, -α, -ον
Α και δούριος, -α, -ον) δόρυ
φρ. «δούρειος ἵππος» — ο ξύλινος ίππος που επινόησε ο Οδυσσέας για την άλωση της Τροίας
νεοελλ.
«δούρειος ίππος» — παγίδα, απατηλή εμφάνιση με άλλη ονομασία
αρχ.
ξύλινος.
Greek Monotonic
δούρειος: -α, -ον, = δουράτεος, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δούρειος: Eur., Arph., Plat. = δουράτεος.