[ι], ατος, τό, a chip, shaving, Suid.
-ματος, τό fragmento, partícula Sud.
[Seite 325] τό, Schnitzel, beim Schnitzen abfallende Späne, Suid.
ἀποσμίλευμα: τό, «τὸ τῇ σμίλῃ ἐκβαλλόμενον ἀπόξυσμα» Σουΐδ.