Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Ar. σχίζα, ἡ.
chips, shavings: Ar. φορυτός, ὁ, κάρφος, τό.
P. περικόπτειν.