ἀπόξυσμα
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἀποξύω] that which is shaved or scraped off: shavings, filings, Dsc.Eup.1.175, Sch.Ar.Pax48.
Spanish (DGE)
-ματος, τό raspaduras, limaduras Dsc.Eup.1.175.
German (Pape)
[Seite 318] τό, das Abgeschabte, Feilspäne, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόξυσμα: -ατος, τό, (ἀποξύω) τὸ ἀποξυσθέν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 48.
Greek Monolingual
το (Α ἀπόξεσμα) αποξύω
το απόξεσμα
μσν.- νεοελλ.
τα υπολείμματα της ζύμης στα τοιχώματα της σκάφης.