σφοδρῶς πτύων, Hsch.
λαπτυήρ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σφοδρῶς πτύων».[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό μόριο λα- + -πτυήρ (πιθ. < θ. πτυ- του πτύω + επίθημα -ήρ). Κατ' άλλους, η λ. είναι άλλος τ. του λαι-πύηρον].