σκυξιφόν

Revision as of 09:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σκύφον, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκύφον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για κωμική λ. που έχει σχηματιστεί από τον τ. σκύφος «ποτήρι», πιθ. κατ' επίδραση του ξίφος.