σείω, Hsch.
[Seite 443] = πάλλω, Hesych. erkl. σείω.
παιπάλλω: σείω.
παιπάλλω (Α)(κατά τον Ησύχ.) «σείω».[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για επιτακτικό τ. του πάλλω «ταράζω, ταρακουνώ», με διπλασιασμό κατ' επίδραση του παιπάλη (πρβλ. πάλη [ΙΙ]).