σκιοθήρου, ὁ, sun-dial, Vitr.1.6.6.
και σκιάθηρας, ὁ, Αηλιακό ρολόγι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -θήρης / -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].