παλίγκτιστος

Revision as of 09:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

redivivus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 448] wieder erbau't (?).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκτιστος: -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

παλίγκτιστος, -ον (Α)
αυτός που οικοδομήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κτιστός (< κτίζω)].