ποτής

Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω)
A drink, opp. ἐδητύς, σῖτος, βρώμη, Il.11.780, 19.306, Od.10.379, etc.; Dor. gen. ποτᾶτος Philox.2.38.
πότης, ου, ὁ, drinker, tippler, toper, usually in fem. πότις (masc. only metaph., v. infr.), πότις γυνή Phryn.Com.71; Ααῒς ἀργὸς καὶ πότις Epicr.3: metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i.e. that consumes much oil, Ar.Nu.57; στίλβη πότις Pl.Com.190: Com.Sup., ποτίσταται γυναῖκες Ar.Th.735, cf. Ael.VH12.26.

German (Pape)

[Seite 689] ῆτος, ἡ, das Trinken, der Trank; ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; neben σῖτος, 14, 306 u. öfter; neben βρώμη, Od. 9, 379, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
action de boire, boisson.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτής -ῆτος, ἡ [πίνω] drank:. πλησάμενος δ’ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος na zich tegoed gedaan te hebben aan spijs en drank Od. 17.603.

Russian (Dvoretsky)

ποτής: ῆτος ἡ питье (μὴ σῖτος μηδὲ π. Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτής: ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω) τὸ πίνειν, πόσις, Ὅμ., ἀείποτε ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λ. ἐδητύς, βρωτύς, βρῶσις, βρώμη, σῖτος, Ἰλ. Λ. 780, Τ. 306, Ὀδ. Κ. 379, κτλ.· Δωρ. γεν. ποτᾶτος, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α.

English (Autenrieth)

ῆτος: drink.

Greek Monolingual

-ήτος, και δωρ. τ. γεν. -ᾱτος, ἡ, Α
το να πίνει κανείς, η πόση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πο- του ρ. πίνω (βλ. πίνω) και πρέπει να αποτελεί μεταπλασμένο —για μετρικούς λόγους— τύπο ενός αρχαιότερου αμάρτυρου ποτή, διαφορετικού από το ποτή (ΙΙ) «μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή», το οποίο μαρτυρείται σε παπύρους].

Greek Monotonic

ποτής: -ῆτος, ἡ (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πόση, ποτό, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ποτής, ῆτος, ἡ, [!πο, Root of some tenses of πίνω
a drinking, drink, Hom.