ἀποσκευή

Revision as of 10:30, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ,
A removal, riddance, i.e. assassination, J.AJ18.2.4.
II baggage, in sg. and pl., Plb.2.3.7, 1.66.7, Plu.2.174a, etc.; household stuff, LXX Ge.34.29, UPZ110iii90 (ii B.C.), etc.; δόμων ἀ. Ezek.Exag.209.
III ordure, filth, v.l. Str.14.1.37. [Scanned by Ezek. l.c.]

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1de ejércitos y pueblos en éxodo
a) bagaje, impedimenta, equipaje τὴν ἀποσκευὴν αὐτῷ ἀπαγαγεῖν ε[ἰς Ἡ] ράκλειαν PCair.Zen.93.9 (III a.C.), ἡ ἀ. τῶν Καρχηδονίων Plb.1.70.5, cf. 68.3, τῆς ἀποσκευῆς αὐτοῦ διαρπαγείσης Plu.2.174a, cf. I.BI 2.228, 440, ἐξελεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς LXX Ge.15.14, cf. 31.18, 2Pa.20.25
capturado como botín ῥίψαντες τὰς ἀποσκευάς Plb.10.31.12;
b) incluyendo tb. personas comitiva, séquito, familia e.e., mujeres, niños y criados βουλομένων αὐτοῦ καταλιπεῖν τὰς ἀποσκευάς (explicado más abajo como τέκνα y γυναῖκες) Plb.1.66.7, ὄντες τῆς ἀποσ[κε] υῆς PHal.1.131 (III a.C.), οἱ ἐν τ[ῇ] ἀποσκευῇ ὄντες PHal.1.143, cf. 135, 136, 144, τὰς ἀποσκευὰς τῶν ἐν τῇ πόλει UPZ 110.90 (II a.C.), cf. 199, 206, ἔλαβον δὲ καὶ τὸν Λωτ ... καὶ τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ LXX Ge.14.12, εἰδὼς ἑπομένην τὴν ἀποσκευήν, ἐν ᾗ γυναῖκες ἦσαν αὐτῶν καὶ τέκνα καὶ παλλακαὶ καὶ οἰκέται καὶ χρυσός Polyaen.4.6.13
concr. la esposa Ῥοδοκλείας τῆς Πτολεμαίου ἀποσκευῆς SB 8009.3 (I a.C.), cf. PBaden 48.9
los niños pequeños (trad. de hebr. taf) μὴ ἀποθάνωμεν καὶ ἡμεῖς καὶ σὺ καὶ ἡ ἀ. ἡμῶν LXX Ge.43.8, cf. Ex.12.37
fig. impedimenta ἡ ὑλικὴ ἀ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.26.3.
2 gener.
a) de ciudades acopio, provisiones (πόλιν) πολλῆς καὶ παντοδαπῆς ἀποσκευῆς γέμουσαν Plb.3.90.8, esp. de lo recogido en depósito en tiempo de guerra πλείστη δ' ἀποσκευὴ καὶ πλεῖστος ὄχλος ἠθροίσθη ... εἰς τὸ χωρίον Plb.4.75.2, τὰ βαρύτατα τῆς ἀποσκευῆς προαπέστειλεν εἴς τινα τῶν πλησίον πόλεων D.S.19.32;
b) de casas, palacios ajuar, mobiliario, enseres κτήνη τε πολλὰ καὶ δόμων ἀ. Ezech.209, βασίλεια τήν τε ἀποσκευὴν καὶ τοὺς φίλους δέξασθαι δυνάμενα estancias reales capaces de albergar mobiliario y amigos I.BI 1.421, cf. AI 18.377, ἐν τῷ αὐτοῦ κτήματι ... μετὰ ... γαμετῆς καὶ κτηνῶν καὶ πάσης τῆς αὐτοῦ ἀποσκευῆς POxy.135.18 (VI d.C.);
c) de la tierra γεωργικὴ ἀ. aperos de labranza, PRoss.Georg.2.9.6 (II a.C.).
II 1eliminación de personas ἀποσκευῆς αὐτῇ μηχανηθείσης τῶν γνησίων ... παίδων I.AI 18.41.
2 desecho, basura μάλιστα ἐν τοῖς ὄμβροις ἐπαφιεμένων τῶν ἀποσκευῶν en las calles, Str.14.1.37.

German (Pape)

[Seite 324] ἡ, 1) das Gepäck, Geräthschaften, Pol. 2, 26, 5 u. öfter auch im plur., u. Sp., wie Plut. Arist. 11. – 2) Bei Strab. Abtritt, Kloake.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
bagages, au sg. et au plur.
Étymologie: ἀπό, σκεῦος.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκευή: ἡ тж. pl. вещи, пожитки Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκευή: ἡ, μετακόμισις, μεταφορά, «ἡ τῶν ἐπιτηδείων κομιδὴ» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 174Α, κτλ. ΙΙ. ἀποσκευὴ ὡς καὶ νῦν, κατὰ τε τὸν ἑνικὸν καὶ πληθ., Πολύβ. 3. 3, 7., 1. 66, 7, κτλ., τὰ τῆς οἰκίας σκεύη, Ἑβδ. (Γεν. λδ΄, 29, κ. ἀλλ.).
ΙΙΙ. ἀποπάτημα, ἀκαθαρσία, διάφ. γράφ. ἐν Στράβ. 646· πρβλ. ἀποσκευάζω ΙΙ. 3.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀποσκευή)
συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι
αρχ.
1. μετακόμιση, μεταφορά
2. οικιακά σκεύη
3. ακαθαρσία, αποπάτημα.