ἀφαιρετικός

Revision as of 10:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀφαιρετική, ἀφαιρετικόν,
A fit for taking away, τινός A.D.Adv.165.12; χρόνος ἐλπίδος ἀ. Vett. Val.281.4; τὰ ἀ. τῶν βοηθημάτων evacuant remedies, prob. l. in Herod.Med.in Rh.Mus. 58.87.
II Astrol., retrograde, of planetary motion, Ptol.Tetr. 52, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que quita, que priva de c. gen. στοιχείου A.D.Adu.165.12, ὁ χρόνος ... τῆς ἐλπίδος ἀ. Vett.Val.268.23, cf. Cat.Cod.Astr.8(2).136.16, ἀφαιρετικὰ ὀνόματα nombres de valor privativo Gr.Nyss.Eun.2.580, cf. Basil.Eunom.1.10.
2 gram. ablativo πτῶσις Dosith.392, cf. Gloss.2.252.
3 astrol. retrógrado del mov. de los astros, Ptol.Tetr.1.24.3.

German (Pape)

[Seite 406] wegnehmend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαιρετικός: -ή, -όν, πρὸς ἀφαίρεσιν ἐπιτήδειος, ἡ δὲ ἀφέλεια ἕξις ἀφαιρετική τῶν περιττῶν Κλήμ. Ἀλ. 286.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀφαιρετικός, -ή, -όν)
1. ο ικανός ή κατάλληλος για αφαίρεση
2. το θηλ. ως ουσ. η αφαιρετική
αρχαία πτώση των ονομάτων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών
αρχ.-μσν.
ο αρνητικός.