κυρτοειδής

Revision as of 10:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κυρτοειδές, Astrol., of signs under which
A hunchbacks are born, Thrasyll. in Cat.Cod.Astr.8(3).100, Vett. Val.11.13.
2 of the moon, ἐξ ἀμφοτέρων -ειδής, = ἀμφίκυρτος, Paul. Al.G.4.
3 Glossaria on κυφός, EM545.35.

German (Pape)

[Seite 1538] ές, reusenförmig, gekrümmt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κυρτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κυρτόν, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 28. 17, Ἐτυμολ. Μέγ. 545. 35.

Greek Monolingual

κυρτοειδής, -ές (Α)
1. χαρακτηρισμός τών ζωδιακών σημείων στα οποία γεννιώνται οι κυφοί, οι καμπούρηδες
2. (για τη σελήνη) κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + -ειδής].