διδύμια
English (LSJ)
[ῠ], τά,
A small convexities near the pineal gland of the brain, Gal.UP8.14, al.
II Dim. of δίδυμος III.2, Paul.Aeg.6.68.
III διδυμίου ῥίζα, = ὄρχις, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διδύμια: τά, «ἑκατέρωθεν τοῦ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῦ ἐγκεφάλου, γλουτία καλούμενα» Γαλην. 3. 678.
Greek Monolingual
και διδυμιά, η δίδυμος
1. γέννηση διδύμων
2. δίδυμη μορφή
3. το φαινόμενο του δίδυμου σφυγμού
4. συνένωση δύο ή περισσότερων ομοειδών κρυστάλλων σε ενιαίο κρύσταλλο.