ἀστεϊσμός
English (LSJ)
ὁ, wit, D.H.Dem.54, Demetr.Eloc.128 (pl.), 130, Phld.Rh.1.181 S.: pl., forms of wit, Longin.34.2, Philostr.VS1.25.9; especially of ironical self-depreciation, mock-modesty, Phld.Acad.Ind.p.52M., Alex.Fig.1.18, Trypho Trop.24; = παράλειψις, Hdn.Fig.p.98S.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I plu. agudezas, ingeniosidades οἱ τοιοῦτοι ἁστεϊσμοὶ οὐδὲν διαφέρουσιν σκωμμάτων Demetr.Eloc.128, cf. D.H.Dem.54
•muestras de ingenio de Hipérides, Longin.34.2, de Polemón, Philostr.VS 540
•tb. sg. ἀ. τοῦ βασιλέως Hld.10.25.2.
II ret.
1 rebuscamiento, ingeniosidad rebuscada y oscura Phld.Rh.1.181, Charis.276, Sacerd.6.461.19, Seru.Aen.2.547, Eun.VS 496.
2 falsa modestia retórica Phld.Acad.Ind.52, Trypho Trop.p.206, Sch.Ar.Eq.345, Sch.D.T.461.30, como uno de los cuatro tipos de εἰρωνεία Alex.Fig.1.18.
3 preterición Hdn.Fig.p.98.
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, seine, witzige Rede, Dion. Hal. de vi Dem. 54; Philostr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεϊσμός: ὁ, εὐφυὴς ὁμιλία, εὐφυολογία, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54, Φιλόστρ. 540: - ὡσαύτως, -έϊσμα, ατος, τὸ, Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμηρ. Ἰλ. Σ. 568, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο (AM ἀστεϊσμός) αστεΐζομαι
νεοελλ.
1. το να αστειεύεται κανείς
2. πληθ. τα αστεία, τα χωρατά
αρχ.
είδος ποιητικής ή ρητορικής ειρωνείας.