πόδωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, (πούς)
A floor, base, Apollod.Poliorc.192.7, OGI510.5(Ephesus, ii A.D.); of a granary, BGU321.13 (iii A.D.), etc.
2 storage-charge for grain, PRyl.71 Intr. (i B.C.), PTeb.339.17 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 644] τό, Fußboden, Math. vett.
Greek (Liddell-Scott)
πόδωμα: τό, (ποὺς) ἔδαφος, πάτωμα, βάσις, Ἀρχ. Μαθ. 42.
Greek Monolingual
(I)
το, Ν πούς, ποδός]
ναυτ. το κάτω μέρος ενός ιστίου ιστιοφόρου πλοίου.
(II)
τὸ, Α
1. δάπεδο, βάση
2. σιταποθήκη
3. φρ. «τέλος ποδώματος» — φόρος αποθηκεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος, πλεύρ-ωμα: πλευρόν)].