δάπεδο

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source

Greek Monolingual

το (AM δάπεδον)
1. ομαλό έδαφος, επίπεδη επιφάνεια
2. το πάτωμα δωματίου
νεοελλ.
το έδαφος κλειστών κυρίως χώρων, στρωμένο με πλάκες ή άλλο υλικό
αρχ.
1. το έδαφος, το χώμα
2. πεδιάδα
3. στον πληθ. το κατάστρωμα του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάπεδον < ΙΕ dmpedom. Πρόκειται δηλ. για αρχαία σύνθετη λ. της οποίας το α' συνθετικό δα-αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα (dm-) της ρίζας dem- του δέμω «χτίζω, κατασκευάζω» και το β' συνθετικό είναι η λ. πέδον. Ο συσχετισμός με τα δέμω, δόμος «σπίτι» είναι προφανής, αν ληφθεί υπ' όψη η σημ. του δέμω (πρβλ. λατ. sternere «στρώνω», struere «κατασκευάζω»). Δηλ. δάπεδον είναι το επίπεδο πάτωμα πάνω στο οποίο μπορεί κανείς να χτίσει. Συνδέεται πιθ. με αρχ. νορβ. topt, σουηδ. tomt «μέρος για χτίσιμο». Εκτός του τ. δάπεδον απαντά και ο τ. δάπεδον, στον οποίο εμφανίζεται από παρετυμολογικό συσχετισμό αντί του δα- το επιτακτικό πρόθυμα ζα- (πρβλ. ζακόρος, ζακρυόεις)].