σκεπεινός

Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σκεπεινή, σκεπεινόν, = σκεπανός, σκεπεινὴν νηῒ καταγωγὴν ἔχει Scymn.336; ἐν τοῖς σ. in the sheltered places, LXX Ne.4.13(7): written σκεπηνός in Ath.Med. ap. Orib.inc.23.2, Archig. ap.Orib.46.25.7; σκεπινός PHolm.11.39.

Greek (Liddell-Scott)

σκεπεινός: -ή, -όν, = σκεπανός, ὑπὲρ αὐχένος σκεπεινῆς (κοινῶς ταπεινῆς) Σκύμν. 335· ἐν τοῖς σκεπεινοῖς, εἰς τόπους ἐσκεπασμένους, προφυλαττομένους, Ἑβδ. (Νεεμ. Δ', 13).

Greek Monolingual

και σκεπηνός και σκεπινός, -ή, -όν, Α
σκεπανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω ή σκέπας, κατά τα αἰπεινός, σκοτεινός.