κραδιαῖος
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to the heart: metaph., κόσμου κ. κύκλον Procl.H.1.6.
II made of fig-shoots, λίκνον Orph.Fr.199 (codd. Procl.); sed leg. το κ. Διόνυσον.
Greek (Liddell-Scott)
κραδιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29.
Greek Monolingual
(I)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κραδία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.).
(II)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κράδη
κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς.
German (Pape)
= καρδιαῖος, Synes. Hymn. 2.29.