κραδιαῖος

Revision as of 10:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον,
A of or belonging to the heart: metaph., κόσμου κ. κύκλον Procl.H.1.6.
II made of fig-shoots, λίκνον Orph.Fr.199 (codd. Procl.); sed leg. το κ. Διόνυσον.

Greek (Liddell-Scott)

κραδιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29.

Greek Monolingual

(I)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κραδία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.).
(II)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κράδη
κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς.

German (Pape)

= καρδιαῖος, Synes. Hymn. 2.29.