ἐναγισμός

Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ο,
A offering to the dead, CIG1976 (Thessalonica), 3645 (Lampsacus), J.AJ19.4.6 (pl.), Plu.Pyrrh.31, D.C.77.12.
II generally, sacrifice, in plural, J.BJ1.1.1, al.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
ofrenda funeraria, sacrificio cultual
a) en el culto a los muertos en gener. ἐναγισμοὺς τοῖς ἀποθανοῦσιν ἐπιτελεῖν D.H.Th.18.6, cf. Plu.Pyrrh.31, ἐναγισμοὺς τοῖς τεθνηκόσι ποιεῖν Plu.2.272d, ἐπὶ τοῖς ἐν τῇ Ῥώμη τεθνηκόσιν D.C.67.9.6, cf. 77.12.6, ὁ δᾶμος τὰν ἐνταφὰν καὶ τὸν ἐναγισμόν Ἰατροκλεῖ IByzantion 316.3 (heleníst.), cf. ILampsakos 23.2 (I/II d.C.)
c. gen. obj. Ἡφαιστίωνος ἐ. sacrificio en honor de Hefestión Plu.Alex.72, τοῦ ὑοῦ IEphesos 3803b.2 (IV d.C.);
b) a héroes τὸν ἐναγισμὸν τῷ ἥρῳ ἐπιτελεῖν Hld.2.35.2, cf. 34.7
c. gen. obj. τοῦ ἥρωος Hld.4.20.3, ὁ τῶν Νηληιδῶν ἐ. sacrificio en honor de los hijos de Neleo Str.6.1.15
c. dat. y gen. de la ofrenda εἰς ἐναγισμὸν Ἀριστομένει ταύρου SEG 23.207.13 (Mesene I a./d.C.);
c) a la divinidad τούς τ' ἐναγισμοὺς ἀποδοῦναι τῷ θεῷ I.BI 6.97, cf. 1.148.

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, das Darbringen eines Todtenopfers, das Opfer selbst; τῷ παιδὶ τελεῖν Plut. Pyrrh. 31, u. öfter ποιεῖσθαι; vgl. Ath. IX, 410 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cérémonie funèbre, sacrifice expiatoire.
Étymologie: ἐναγίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾰγισμός:жертвоприношение теням усопших, заупокойная жертва (τιμᾶν τεθνηκότα καὶ γεραίρειν ἐναγισμοῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰγισμός: ὁ, προσφορὰ εἰς τὰς σκιὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentatio, Συλλ. Ἐπιγρ. 1976, 3645, Πλουτ. Πύρρος 31, Δίων Κ. 67, 9, κτλ.

Greek Monolingual

ἐναγισμός, ο (AM)
1. προσφορά θυσίας σε νεκρούς ή ήρωες
2. γεν. θυσίες, προσφορές συνήθ. στον πληθ..

Greek Monotonic

ἐνᾰγισμός: ὁ, προσφορά στα πνεύματα των νεκρών, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐνᾰγισμός, ὁ, n [from ἐναγίζω
an offering to the manes, Plut.