ποικιλτής

Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ποικιλτοῦ, ὁ, broiderer, pattern-weaver, Aeschin.1.97, Arist.Mete.375a27, LXX Ex.28.6, BGU34 ii 24 (ii/iii A.D.), Chor.in Hermes 17.226, etc.:—fem. ποικίλτρια, Str.17.1.36.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der bunt machende, mannichfaltig, kunstreich verzierende, bes. der bunte, gestickte Kleider machende, der Sticker; ἀνήρ, Aesch. 1, 97; Plut. Pericl. 12 u. a. Sp., wie LXX.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ouvrier brodeur.
Étymologie: ποικίλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.

Russian (Dvoretsky)

ποικιλτής: οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποικίλλων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς «κεντήματα», Αἰσχίν. 14. 4, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29, κτλ. ― θηλ. ποικίλτρια, Στράβων 17, 1, 36.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ ποικίλλω
τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ποικιλτής: -οῦ, ὁ (ποικίλλω), αυτός που εργάζεται στα κεντήματα, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ποικιλτής, οῦ, ὁ, ποικίλλω
a broiderer, Aeschin.