ποικίλτρια

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source

German (Pape)

[Seite 651] ἡ, fem. zu ποικιλτής, bes. Stickerinn, Strab. XVII.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
βλ. ποικιλτής.