ἀνθράκωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A malignant ulcer, commonly in the eye, Paul.Aeg.3.22.
2 carbuncle, Gal.14.777.
II carbonization, charring, Dsc.Eup.1.49.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. úlcera maligna gener. en los ojos ἡ ἀ. ... ἕλκος ἐστὶν ἐσχαρῶδες Paul.Aeg.3.22.26.
2 medic. carbunclo Gal.14.777.
3 carbonización χαμαιλέοντι κεκαυμένῳ ... ἄχρι ἀνθρακώσεως Dsc.Eup.1.49.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, brandartiges Geschwür, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθράκωσις: -εως, ἡ, «κακόηθες ἕλκος ἐστὶν ἐσχαρῶδες, ποτὲ μὲν ἐν τῷ βολβῷ (τοῦ ὀφθαλμοῦ), ποτὲ δὲ ἐν τῷ βλεφάρῳ, καθάπερ κἀν τοῖς ἄλλοις τοῦ σώματος μέρεσιν συνιστάμενον» Παῦλ. Αἰγ. 3. 22.