προκέλευθος
English (LSJ)
προκέλευθον, conducting, ἡμέρα dub.l. in Stratt. 36; ἐμεῖο Mosch.2.151; χρεμέτισμα γάμου π. AP5.244 (Maced.); λαμπάδες Epigr.Gr.418.7 (Cyrene): abs., of persons, Nonn. D. 11.419.
German (Pape)
[Seite 730] vorläufig, τινός, Mosch. 2, 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui précède, précurseur.
Étymologie: πρό, κέλευθος.
Russian (Dvoretsky)
προκέλευθος: идущий впереди, предводительствующий (τινος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
προκέλευθος: -ον, προηγούμενος, πρόδρομος, προάγγελος, τινος Μόσχ. 2. 147· χρεμέτισμα γάμου πρ. Ἀνθ. Π. 5. 245· π. ἡμέρα Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· λαμπάδες Συλλ. Ἐπιγρ. 5172.
Greek Monotonic
προκέλευθος: -ον, πρόδρομος, τινος, σε Μόσχ.
Middle Liddell
προ-κέλευθος, ον,
conducting, τινος Mosch.