προπρό

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

strengthened for πρό, Prep. with genitive,
A before, A.R.3.453.
II Adv. on and on, thoroughly, ib.1013,4.1235, Euph.94. More freq. in compds., v. infr.

German (Pape)

[Seite 741] das verstärkte πρό; als praepos. mit dem gen., An. Rh. 3, 453; – als adv., fort und fort, durchaus, Ap. Rh. 3, 1013; – häufiger in Zusammensetzungen. vgl. Schaef. ad D. Hal. de C. V. p. 188.

Greek (Liddell-Scott)

προπρό: κατ’ ἐπίτασιν ἀντὶ πρό, Πρόθ., μετὰ γεν., προπρὸ δ’ ἄρ’ ὀφθαλμῶν ἔτι οἱ ἰνδάλλετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 453. ΙΙ. ὡς ἐπίρρ., ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, προπρὸ δ’ ἀφειδήσασα, ὅλως μὴ πολυπραγμονήσασα, αὐτόθι 1013., 4. 1235· πρβλ. Heyne εἰς Χ. 221. ― Συνηθέστερον ἐν συνθέτοις, ἴδε κατωτ.

Greek Monolingual

Α
1. ως πρόθεση) επιτεταμένος τ. του προ
2. (ως επίρρ.) ολοσχερώς, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πρό (πρβλ. περιπρό)].