ὁμόζωνος

Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁμόζωνον, houses of the same heavenly body, ζῴδια Vett.Val.269.9, Paul.Al. E.3, Rhetor.inCat.Cod.Astr.8(4).124:—whence ὁμοζωνέω, Paul.Al. l.c.; ὁμο-ζωνία, ibid., Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).122.

German (Pape)

[Seite 334] sich in derselben Zone mit einem Andern befindend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζωνος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ζώνης, ὅθεν ὁμοζωνέω, ὁμοζωνία, Παῦλ. Ἀλεξ.

Greek Monolingual

ὁμόζωνος, -ον (Α)
(για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονόζωνος].