συντριμμός

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ,
A = σύντριμμα ΙΙ, ruin, ib.Ze.1.10, al.
II συντριμμοὶ θανάτου afflictions, miseries, ib.2 Ki.22.5.

Greek (Liddell-Scott)

συντριμμός: ὁ, = σύντριμμα ΙΙ, ὄλεθρος, Ἑβδ. (Σοφον. Α΄, 10). ΙΙ. συντριμμοὶ θανάτου, θλίψεις, ἀθλιότητες, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 5).

Greek Monolingual

ο, ΜΑ συντρίβω
μσν.
συντριβή, θραύση, θρυμματισμός
αρχ.
1. καταστροφή, όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ)
2. φρ. «συντριμμοὶ θανάτου» — θλίψεις, πικρίες (ΠΔ).

German (Pape)

ὁ, = σύντριψις, LXX.