προκηρυκεύομαι

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A have proclaimed by herald, give public notice, Is.Fr.162.
2 negotiate by herald, περὶ σπονδῶν And.3.3; πρός τινας Aeschin.2.172.

German (Pape)

[Seite 730] dep. med., durch den Herold ausrufen od. verkündigen lassen, Isae. bei Poll. 4, 94; περὶ σπονδῶν, Unterhandlungen anknüpfen, Andoc. 3, 3; πρός τινα, Aesch. 2, 172; D. Cass. oft.

French (Bailly abrégé)

faire annoncer par un héraut.
Étymologie: πρό, κηρυκεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκηρυκεύομαι [προκηρύσσω] onderhandelingen aanknopen.

Russian (Dvoretsky)

προκηρῡκεύομαι: объявлять через глашатая (πρός τινα Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

προκηρῡκεύομαι: ἀποθ., προκηρύσσω διὰ κήρυκος, δημοσίᾳ ἀναγγέλλω, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 94· διὰ κήρυκος διαπραγματεύομαι, περί τινος Ἀνδοκ. 23. 45· πρός τινα Αἰσχίν. 51. 14.

Greek Monolingual

Α
1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ δημόσια διά μέσου κήρυκα
2. διαπραγματεύομαι διά μέσου κήρυκα («προκηρυκεύεσθαι περὶ σπονδῶν», Ανδοκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κηρυκεύω «γνωστοποιώ, διακηρύσσω»].

Greek Monotonic

προκηρῡκεύομαι: αποθ., προκηρύσσω με κήρυκα, σε Αισχίν.

Middle Liddell


Dep. to negotiate by herald, Aeschin.