παραδυναστεύω

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A reign beside or with another, Th.2.97, D.C.53.19.
2 have great influence or authority with, c. dat., Id.75.14, Jul. Mis.365a.

German (Pape)

[Seite 478] neben od. mit Einem herrschen, Thuc. 2, 97 u. Sp., wie D. Cass. 53, 19.

French (Bailly abrégé)

exercer le pouvoir à côté de ou avec, τινι.
Étymologie: παρά, δυναστεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-δυναστεύω heersen naast.

Russian (Dvoretsky)

παραδῠναστεύω: участвовать в управлении, совместно править, делить власть (τινί Thuc.).

Greek Monolingual

ΜΑ
ασκώ ισχύ ή επιρροή σε κάποιον
αρχ.
βασιλεύω κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον, συμβασιλεύω.

Greek Monotonic

παραδῠναστεύω: μέλ. -σω, εξουσιάζω μαζί με κάποιον άλλο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παραδῠναστεύω: δυναστεύω παρά τινι, ἢ σύν τινι, Θουκ. 2. 97, Δίων Κ. 53. 19· - ἔχω μεγάλην ἰσχὺν παρά τινι, μετὰ δοτ., αὐτόθι 75· 14· - ἐντεῦθεν παραδυναστεία, Νικήτ. Χρον. 299. 11 (ἔκδ. Βόνν.)· καὶ -δυνάστευσις, αὐτόθι 14. 13, Βυζ.

Middle Liddell

fut. σω
to reign with another, Thuc.