ὡρολογητής

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὡρολογητοῦ, ὁ, one that tells of the Ὧραι (or possibly reaps profit from..), λαβάργυρος ὡρολογητής, of Prodicus, who composed a speech entitled Ὧραι, Timo 18, cf. Eust.1349.10.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρολογητής: -οῦ, ὁ, ὁ λέγων ἢ ὁμιλῶν μὲ τὴν ὥραν, λαβάργυρος ὡρ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε, πρβλ. Εὐστ. 1349. 10.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der die Stunde sagt, bei Ath. IX, 406 d vom Prodicus, der ὧραι geschrieben.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα
2. προσωνυμία του Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -λογητής (< -λογῶ), πρβλ. ὁμολογητής].