ἄκμητος

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἄκμητον, Lyr. ἄκματος S.Ant.609 Jebb,
A = ἀκμής, unwearied, ποσίν h.Ap.520, Onos.10.5.
II not causing pain, Nic.Th.737.

Spanish (DGE)

-ον
I 1 infatigable ἄκμητοι λόφον προσέβαν ποσίν h.Ap.520, ἄ. σώματα Onas.10.5.
2 que no produce dolor τύμμα Nic.Th.737, ἄ. καὶ ἀνώδυνος Nic.Th.820 (ap.crít.).
3 de hoja perenne περσ<ε>ίη GDRK 60.2.12.
II adv. ἀκμήτως = incesantemente Procl.in R.2.162.

German (Pape)

[Seite 75] 1) unermüdet, Hom. h. Ap. 520; Orph. Arg. 361. – 2) schmerzlos, Nic. Th. 737 τύμμα.

Russian (Dvoretsky)

ἄκμητος: неутомимый HH.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκμητος: -ον, (κάμνω) = ἀκμής, ἀκούραστος, ποσίν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 520. ΙΙ. ὁ μὴ προξενῶν κόπον, Νικ. Θ. 737.

Greek Monolingual

ἄκμητος, -ον (Α)
ο ακμής.

Greek Monotonic

ἄκμητος: -ον, Λυρ. ἄκματος (κάμνω) = ἀκμής, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

κάμνω, = ἀκμής, Hhymn.]

Mantoulidis Etymological

(=ἀκούραστος). Ἀπό τό α στερητ. + κάμνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κάμνω.