ακμής

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93

Greek Monolingual

ἀκμὴς (-ῆτος), ο, η (στον Παυσ. και ως ουδ.) και ἄκμητος, -ον (Α)
ακούραστος, ακαταπόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -κμης, μηδενισμένη βαθμίδα της δισύλλαβης ρίζας καμᾶ- (πρβλ. κάμα-τος) του ρήματος κάμνω.