ὑδροφάντης

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὑδροφάντου, ὁ, water-finder, Olymp. in Mete.99.21:—hence ὑδροφαντική (sc. τέχνη), ἡ, the art of discovering water, Gp.2.6.1; also ὑδροφαντικά, τά, ibid.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, der verborgenes Wasser entdeckt u. zum Brunnengraben anzeigt (?).

Greek Monolingual

ο / ὑδροφάντης, ΝΑ, και υδρυφάντης Ν
αυτός που ανακαλύπτει τις θέσεις υπόγειων υδάτων, υδροσκόπος
νεοελλ.
(μόνον ο τ. υδροφάντης) ζωολ. γένος μικρών ακάρεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φάντης (< φαίνω) πρβλ. ιεροφάντης.