πρόσφυξ
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, one who seeks or is under protection, π. θεοῦ Ph.1.187, al., Hdn.5.3.10; client, Procop.Gaz.Ep.72, Sch.Il.9.640; Glossaria on πρόπολος, Sch.Ar.Nu.435.
German (Pape)
[Seite 787] υγος, ὁ, Flüchtling, auch Schützling, Klient; Schol. Il. 9, 640, Schol. Ar. Nubb. 435 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσφυξ: -ῠγος, ὁ, ὁ ζητῶν προστασίαν, πρόσφυξ, Ἡρῳδιαν. 5. 3· «πρόσφυξ, αὐτόμολος» Σουΐδ., «πρόσφυγα· καταφυγόντα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-υγος, ὁ, ΜΑ
βλ. πρόσφυγας.