πρόπολος

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπολος Medium diacritics: πρόπολος Low diacritics: πρόπολος Capitals: ΠΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: própolos Transliteration B: propolos Transliteration C: propolos Beta Code: pro/polos

English (LSJ)

πρόπολον, (πέλομαι, πέλω)
A going or acting before:
1 servant that goes before one, attendant, minister, τυράννων A.Ch.357 (lyr.): abs., Xenoph.1.18, E.Hipp.200 (anap.), Ar.Nu.436; rower, Pi.O.13.54.
2 one who serves a god, esp. one who interprets his will to men, minister, [Ἑκάτη] οἱ π. ἔπλετο h.Cer.440; ὄνειρος Ἀΐδα π. v.l. in Ar.Ra.1333(lyr.); Ἡσίοδος π. Μουσᾶν B.5.192; Πίνδαρος.. Πιερίδων π. AP7.35 (Leon.); Μουσάων π… Ὀρφέα Poet. ap. Alcid.Od. 24; αἰθέρος π… πελειαί Simm. ap. Ath.11.491c; of the Κουρῆτες, Str. 10.3.7.
b temple-servant, Hdt.2.63; θεοῦ π. Ar.Pl.670; Ἐνοδίας E.Hel.570, cf. AP6.269 (Sapph.), Str.5.3.5, D.H.1.76.
II as adjective, c. dat., ministering to, devoted to, ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς Pi.N.4.79; θεῷ IG12.825.

German (Pape)

[Seite 740] vorn befindlich, vorangehend; bes. – a) vorangehender Diener, Dienerinn, τινί, H. h. Cer. 440; Eur. Hipp. 200 Hel. 576; Ruderknecht, Pind. Ol. 13, 54; bes. vom heiligen Dienste, θεοῦ, Priester, Priesterinn, übh. Tempeldiener, Her. 2, 64. – Auch b) der Vorsteher, der Erste, Vorzüglichste, ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεν, Pind. N. 4, 79; πρόπολος τῶν μεγίστων χθονίων ἐκεῖ τυράννων, Aesch. Ch. 353.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui marche devant, d'où
I. serviteur, servante;
II. p. ext.
1 ministre d'un dieu, interprète des volontés d'un dieu;
2 serviteur d'un temple, c. νεωκόρος.
Étymologie: πρό, πολέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπολος -ου, ὁ, ἡ [πρό, πέλω] dienaar, dienares:; π. τῶν... χθονίων ἐκεῖ τυράννων dienaar van de onderaardse heersers daar Aeschl. Ch. 357; spec. tempeldienaar, priester.

Russian (Dvoretsky)

πρόπολος: ὁ и ἡ
1 слуга, служитель (τῶν χθονίων τυράννων Aesch.; θεοῦ Arph.; Πίνδαρος Πιεριδῶν π. Anth.);
2 гребец Pind.

English (Slater)

πρόπολος servant Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις i. e. sailors (O. 13.54) πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι (N. 4.79)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βαίνει, που βαδίζει προηγουμένως ή αυτός που επιτελεί κάτι προηγουμένως
2. ο αφοσιωμένος σε κάτι
3. το αρσ. ως ουσ.πρόπολος
α) δούλος προπορευόμενος του κυρίου του, θεράπων
β) δούλος του θεού, αυτός που διερμηνεύει τη θέληση του θεού στους ανθρώπους, ιερουργός
γ) νεωκόρος
δ) ερέτης, κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -πολος (< πέλομαι «κινούμαι, κατευθύνομαι»), πρβλ. επίπολος].

Greek Monotonic

πρόπολος: -ον (πολέω), αυτός που υπηρετεί κάποιον από πριν:
I. 1. υπηρέτης που ακολουθεί πίσω από κάποιον, ακόλουθος, υπηρέτης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· κωπηλάτης, σε Πίνδ.
2. αυτός που υπηρετεί κάποιο θεό, θεράπων, υπηρέτης, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστοφ.· γενικά, υπηρέτης ναού, ραβδούχος όπως το νεωκόρος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αυτός που υπηρετεί ένα πράγμα, αφοσιωμένος σ' αυτό, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπολος: -ον, (πολέω) ὁ προπολεύων: 1) θεράπων, τινος Αἰσχύλ. Χο. 359· ἀπολ., Ξενοφάν. 1. 18, Εὐρ. Ἱππ. 200, Ἱκέτ. 72, Ἀριστοφ. Νεφ. 436· ναύτης, ἐρέτης, Πινδ. Ο. 13. 77. 2) ὁ ὑπηρετῶν θεότητά τινα, μάλιστα ὁ ἑρμηνεύων τὴν θέλησιν θεοῦ τινος, εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὡς τὸ πρόμαντις, προφήτης, Ἑκάτη οἱ πρ. ἔπλετο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 440· ὄνειρος Ἀΐδα πρ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1333· Πίνδαρος . Πιεριδῶν πρ. Ἀνθ. Π. 7. 35· Ὀρφέα... Μουσάων πρ. αὐτόθι Παράρτ. 250· αἰθέρος ὠκεῖαι πρόπολοι... πέλειαι Σιμμίας παρ’ Ἀθην. 491C· ― καθόλου, ὑπηρέτης ναοῦ, οἱονεὶ «κανδηλανάπτης», ὡς τὸ νεωκόρος, Ἡρόδ. 2. 64· πρ. θεοῦ Ἀριστοφ. Πλ. 670, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 570, Ἀνθ. Π. 6. 269, Στράβ. 232, 466, Διον. Ἁλ. 1. 76. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ ὑπηρετῶν εἴς τι, ἀφωσιωμένος εἰς αὐτό, ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς Πινδ. Ν. 4. 129. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόπολοι· ὑπηρέται, δοῦλοι. νεωκόροι. προφῆται», πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ.

Middle Liddell

πρό-πολος, ον, πολέω
I. employing oneself before:
1. a servant that goes before one, an attendant, minister, Aesch., Eur., etc.: a rower, Pind.
2. one who serves a god, a minister, Hhymn., Ar.:—generally, a temple-servant, bedel, like νεωκόρος, Hdt., Ar., etc.
II. as adj. ministering to a thing, devoted to it, Pind.

English (Woodhouse)

one who ministers at a temple

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

rower

Azerbaijani: avarçı, avarçəkən, kürəkçi; Bulgarian: гребец; Catalan: remador, remer; Chinese Mandarin: 划手; Czech: veslař; Esperanto: remisto sg; Finnish: soutaja; French: rameur; Galician: remador, remeiro; Georgian: მენიჩბე; German: Ruderer; Greek: κωπηλάτης; Ancient Greek: ἐλατήρ, ἐπίκωπος, ἐρέτης, κωπηλάτης, νεηλάτης, πρόπολος, πρόσκωπος, ὑπηρέτας, ὑπηρέτης; Hebrew: חוֹתֵר‎, מְשׁוֹטָאי‎; Hungarian: evezős; Irish: iomróir; Italian: rematore, rematrice; Latin: remex; Maori: kaihoe; Norwegian Bokmål: roer; Old English: rōwend; Ottoman Turkish: كوركجی‎; Polish: wioślarz, wioślarka, bębniarz; Portuguese: remador, remeiro; Romanian: vâslaș, vâslitor, canotor; Russian: гребец; Spanish: remero, remador, boga, bogador; Tagalog: manggagaod; Turkish: kürekçi