πολεμοποιός

Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολεμοποιόν, making war, bellicose, π. ὁ τύραννος Arist.Pol.1313b28, cf. Plu.2.321f, Jul. ad Ath. 281b, etc.; π. ἵπποι Them.Or.24.307b; διαβολή ib.22.277c.

German (Pape)

[Seite 654] Krieg, Feindseligkeiten erregend, auch verfeindend, zu Feinden machend; Arist. pol. 5, 11, Plut. Popl. 21 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui excite une guerre, auteur d'une guerre.
Étymologie: πόλεμος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμοποιός -όν [πόλεμος, ποιέω] oorlogszuchtig:. ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος de tiran voert ook een oorlogspolitiek Aristot. Pol. 1313b28.

Russian (Dvoretsky)

πολεμοποιός: возбуждающий войну, разжигающий вражду (τύραννος Arst.; στάσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κινῶν πόλεμον, ὁ γινόμενος αἴτιος πολέμου, ἔστι δὲ πολεμοποιὸς ὁ Τύραννος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 311F, κτλ.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που υποκινεί πόλεμο, αίτιος πολέμου («ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος», Αριστοτ.)
2. αυτός που διεγείρει έριδες («πολεμοποιὸς διαβολή», Θεμίστ.)
3. πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -ποιος].

Greek Monotonic

πολεμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ξεσηκώνει τον πόλεμο, σε Αριστ.

Middle Liddell

πολεμο-ποιός, όν [ποίεω]
engaging in war, Arist.