δύσγνωστος

Revision as of 10:59, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

δύσγνωστον,
A hard to understand, Pl.Alc.2.147c.
2 hard to recognize, τισί Plb.3.78.4: Sup., Aen. Tact. 25.2.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de entender o comprender δεινὰ καὶ δύσγνωστα βουλεύει θεός E.Fr.13aSn., τὸ χρῆμα Pl.Alc.2.147c, τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα Anaximen.Rh.1435a38, ἡ ἡμετέρα πραγματεία Plb.3.32.1 (cód.), τοῦτο Gal.6.326, (ἦθος) ἄδηλον καὶ δύσγνωστον Aristid.Quint.80.18, (ἡ Σφίγξ) δύσγνωστα μαντευομένη Socr.Arg.8, cf. Poll.5.150, Phlp.in de An.462.20
c. dat. ἔπη ... δύσγνωστα ... σοφῷ Castorio SHell.310.4, (τὰ μυστήρια) δύσγνωστα ... αὐτοῖς Origenes Io.2.28.174.
2 difícil de reconocer o distinguir c. dat. τοῖς ... ἰδοῦσι δ. ἦν Plb.3.78.4, παρασυνθήματα ... δύσγνωστα τοῖς πολεμίοις Aen.Tact.25.2, tb. sin dat. αἱ ... προσηγορίαι I.AI 1.130, de cosas valiosas, Phld.Mus.4.37.6, μυελός Dsc.2.77, ref. al pulso, Gal.9.362, τὰ δὲ περὶ τὸ μέγεθος ... ἐσφαλμένα Gal.1.352, glos. a δύσκριτος Sch.A.Pr.458D.
II adv. -ως de forma difícil de reconocer Nil.M.79.409D.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu erkennen, Plat. Alc. II, 147 c; Pol. 3, 78, 4.

Russian (Dvoretsky)

δύσγνωστος:
1 трудный для понимания, плохо понятный Plat., Arst.;
2 с трудом узнаваемый (καὶ τοῖς ἐν συνηθείᾳ γεγονόσιν Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσγνωστος: -ον, δυσνόητος, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 147C. 2) δυσκολογνώριστος, Πολύβ. 3. 78, 4.

Greek Monolingual

δύσγνωστος, -ον (Α)
1. δυσνόητος
2. αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται.