ἐμπερίληψις

Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, encompassment, τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19; τοῦ φωτός Epicur.Ep.2p.45U.; embracing, χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 confinamiento, cerco τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19, τοῦ φωτός Epicur.Ep.[3] 101, τοῦ ἀέρος Clem.Al.Paed.1.6.40.
2 inclusión, intercalación χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.1.

German (Pape)

[Seite 812] ἡ, das Insichenthalten, -begreifen, Arist. meteorl. 2, 8 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπερίληψις: εως ἡ окружение, схватывание (τινος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερίληψις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπεριλαμβάνειν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 10, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.

Greek Monolingual

ἐμπερίληψις, η (Α)
το να συμπεριλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο.