κλιμακηδόν

Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Adv., (κλῖμαξ) like a ladder or stairs, A.D.Adv.197.19: wrongly written κλημακιδόν in Hsch. s.v. προκρόσσας.

German (Pape)

[Seite 1453] stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκηδόν: Ἐπιρρ. (κλῖμαξ) δίκην κλίμακος, Συνέσ. 48C, Βασίλ., κτλ.· παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. προκρόσσας.

Greek Monolingual

(AM κλιμακηδόν)
επίρρ. κατά κλιμακωτό τρόπο, βαθμηδόν («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», Συνέσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, -ακος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηηδόν, σωρηδόν)].