ἱππονόμος

Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἱππονόμον,
A keeping horses, Poll.1.181.
II ἱππόνομα, τά, prob. horsehire, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1260] Pferde weidend, hütend, βοτῆρας Soph. Ai. 228, wo Herm. des Verses wegen ἱππονώμους, Pors. richtiger ἱππονώμας geändert hat; Poll. 1, 181; – ἱππόνομος, von Pferden beweidet.

Russian (Dvoretsky)

ἱππονόμος: пасущий коней (βοτῆρες Soph. - v.l. ἱππονώμας).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππονόμος: -ον, ὁ νέμων ἵππους, Πολυδ. Α΄, 181. ΙΙ. ἱππόνομα, τά, «μισθὸς ἱππικός, καὶ τῶν ἡμιόνων» Ἡσύχ., ὅπερ πιθαν. νὰ σημαίνῃ πληρωμὴν διὰ τὴν νομὴν ἵππων.

Greek Monolingual

ἱππονόμος, -ον (Α)
αυτός που βόσκει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. βουνόμος, μηλονόμος.