διάμορφος

Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

διάμορφον,
A endued with various forms, Emp.21.7.
II διάμορφον, = μανδραγόρας, prob. in I.s.-Dsc.4.75.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de variadas formas διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα πέλονται Emp.B 21.7.
2 deforme, feo διάμορφον Σωκράτην ἀπώλεσεν Com.Adesp.940 (pero v. δίμορφος).
II bot., subst., otro n. de la mandrágora Ps.Dsc.4.75.

German (Pape)

gestaltet, Empedocl. 74.

Russian (Dvoretsky)

διάμορφος: имеющий особую форму, своеобразный (διάμορφα καὶ ἄνδιχα πάντα Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

διάμορφος: -ον, ἔχων μορφήν, σχῆμα, Ἐμπεδ. 126.

Greek Monolingual

διάμορφος, -ον (Α)
με ποικίλες μορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -μορφος < μορφή (πρβλ. εύμορφος, δύσμορφος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάμορφος -ον [διά, μορφή] veelvormig, met verschillende vormen.