δίμορφος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
[ῐ], ον, two-formed, Lyc.111,892; of twin form, Vett. Val.13.3; androgynous, D.S.32.12.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 biforme ref. a anim. y seres míticos o fabulosos de naturaleza mixta Μίνω γόνος del Minotauro, mitad hombre y mitad toro, E.Fr.Phot.34, δράκων de Erecteo, monstruo c. cabeza de hombre y cuerpo de serpiente, Lyc.111, θεός de Tritón, mitad hombre y mitad pez, Lyc.892, cf. Corn.ND 22, θηρίον de la esfinge, D.S.4.64, ζῷα κητώδη χερσαῖα καὶ δίμορφα de anim. no identificados de Arabia, D.S.2.54, τραγέλαφοι καὶ βούβαλοι καὶ ἄλλα γένη δίμορφα ζῴων D.S.2.51
•de Dioniso, diversamente interpretado, D.S.4.5, cf. Orph.H.30.3
•cóm. ref. Sócrates Com.Adesp.386 (pero v. διάμορφος II 2).
2 doble del signo de Piscis, Vett.Val.12.20, δύναμις Dam.in Prm.198
•subst. τὸ δ. forma doble, figura doble de la representación de Jano en las monedas, Plu.2.274f.
German (Pape)
[Seite 631] doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8.
Russian (Dvoretsky)
δίμορφος: имеющий двойную форму, двуобразный Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δίμορφος: -ον, δύο μορφὰς ἔχων, Λυκόφρ. 111, 892· ἀνδρογύνης, ἑρμαφρόδιτος, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 522.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές
2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις
αρχ.
ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος.
Léxico de magia
-ον que tiene doble figura, doble forma de Afrodita ἐπικαλοῦμαι καὶ τὴν τῶν ἁπάντων διογενῆ Φύσιν, δίμορφον, ἀμερείην invoco también a la Naturaleza de todas las cosas, creada por Zeus, que tiene doble figura, indivisible P IV 3231