ἀμυγδαλίτης

Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = τιθύμαλλος χαρακίας, spurge, spurge of the genus Euphorbia, almond-like, amygdaloid, amygdalites, Dsc.4.164, Plin.HN26.70.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bot. trovisco macho, Euphorbia charadas L., Dsc.4.164
Euphorbia platyphyllos L., Plin.HN 26.70.

German (Pape)

[Seite 130] ὁ, Mandeln ähnlich, Plin. H. N. 26, 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυγδαλίτης: миндалевидный, похожий на миндаль Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγδαλίτης: [ῑ], ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλίν. 26. 8.

Greek Monolingual

ο αμυγδαλή
1. συνήθως στον πληθ. οι αμυγδαλίτες
οι αμυγδαλές του λαιμού
2. φλεγμονή τών αμυγδαλών, αμυγδαλίτιδα.