οἰνοφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, an officer who had charge of the municipal wines, Michel 1226 (Cyzic.), CIG3663A14 (ibid.), JHS22.206 (ibid.), Milet.3p.177No.33e5.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὑπάλληλος φυλάττων τὸν οἶνον τοῦ δημοσίου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3663Α. 14.
Greek Monolingual
οἰνοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
υπάλληλος, φύλακας που έργο του ήταν η φύλαξη του οίνου του δημοσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φύλαξ.
German (Pape)
ακος, ὁ, Weinhüter, Schol.