εἰσήγημα

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό,
A motion, proposal, Aeschin.1.82: pl., Isoc.Ep.1.2.
2 precept, Nic.Dam.p.26D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
propuesta, moción τὸ εἰ. ... ἀποδοκιμάζει ἡ βουλή Aeschin.1.82, cf. Isoc.Ep.1.2, c. gen. subjet. τοῖς εἰσηγήμασι τῶν δημοτικῶν ... ἐναντιωθείς D.H.10.30
consejo τοῦ πατρὸς εἰσηγήματα Nic.Dam.38.

German (Pape)

[Seite 743] τό, das Vorgetragene, der Vorschlag, Aesch. 1, 82.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
motion, proposition.
Étymologie: εἰσηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσήγημα: ατος τό предложение Isocr.: τὸ εἰ. τινος ἀποδοκιμάζειν Aeschin. отвергать чье-л. предложение.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσήγημα: τό, πρότασις, Αἰσχίν. 12. 3.

Greek Monolingual

εἰσήγημα, το (Α)
πρόταση.

Greek Monotonic

εἰσήγημα: -ατος, τό, πρόταση για συζήτηση, σε Αισχίν.

Middle Liddell

εἰσήγημα, ατος, τό, [from εἰσηγέομαι
a proposition, motion, Aeschin.